- παρασκυτόω
- παρασκυτόω, dub. sens.,A
κιβώτιον παρεσκυτωμένον IG11(2).205
Ab 20 (Delos, iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιβώτιον παρεσκυτωμένον IG11(2).205
Ab 20 (Delos, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.